- επιτίμημα
- ἐπιτίμημα, τὸ (Α) [επιτιμώ]1. ποινή, πρόστιμο2. επιτίμηση, επίπληξη, μομφή («τὰ μὲν οὖν ἐπιτιμήματα ἐκ πέντε εἰδῶν φέρουσιν», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτίμημα — legal penalty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτιμημάτων — ἐπιτίμημα legal penalty neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτιμήματα — ἐπιτίμημα legal penalty neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)